Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλοσυνεύω  
ρήμα αμετάβατο

di tempo rasserena`rsi, migliora`re πάει να καλoσυνέψει o καιρός == il tempo tende a rasserenarsi, si fa bello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλοσυνάτος καλοσύνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---