Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλοκαιριάζει
ρήμα απρόσωπο

1 comi`ncia l'esta`te
2 comi`ncia la bella stagio`ne

καλοκαιριάζω  
ρήμα αμετάβατο

passa`re l'esta`te, passa`re le vaca`nze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλοκαιρία καλοκαιριάτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---