Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ψιθυριστής

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ψιθυριστής
ουσιαστικό αρσενικό

1 denigratore
2 diffamatore
3 diffusore
4 mormoratore
5 sussurratore
6 sussurrone
7 vociferatore

permalink
‹ ψιθυριστά
ψίθυρος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ψίδι {ψιδ-ιού |...
ψιθυρίζω {ψιθύρισ-α...
ψιθύρισμα [ουσ ουδ.]
ψιθυρισμός [ουσ αρσ ]
ψιθυριστά [επίρ.]
ψιθυριστής [ουσ αρσ ]
ψίθυρος {ψιθύρ-ου ...
ψιλά {μόνο στον...
ψιλικά [ουσ ουδ πληθ.]
ψιλικατζήδικο [ουσ ουδ.]
ψιλικατζής {ψιλικατζή...
ψιλικατζίδικο [ουσ ουδ.]
ψιλοβρέχει αόρ. ψιλόβ...
ψιλοβρέχω [ρ.]
ψιλοβρόχι [ουσ ουδ.]
ψιλόβροχο {χωρ. πληθ...
ψιλοκόβω {ψιλόκο-ψα...
ψιλοκομμένος [επίθ.]
ψιλοκοσκινίζω {ψιλοκοσκί...
ψιλοκοσκίνισμα [ουσ ουδ.]


{{ID:JIQYRISTHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti