Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ψιλικατζής
ουσιαστικό αρσενικό

1 negoziante di articoli vari
2 chincagliere
3 merciaio
4 rivendugliolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ψιλικατζήδικο ψιλικατζίδικο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---