Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ψιλοκοσκινίζω
ρήμα μεταβατικό

1 abburattare
2 sofisticare (vi)
3 stacciare (vt)
4 cercare il pelo nell'uovo
5 spaccare un capello in quattro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ψιλοκομμένος ψιλοκοσκίνισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---