Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιστοριοδίφης
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό storio`grafo ~m~, sto`rico ~m~ ιστοριοδίφισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ιστοριοδίφης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |