Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΙρανή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Ιρανός] Ιρανός ουσιαστικό αρσενικό abitante ~mf~ dell'Ira`n, irania`no permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |