Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιρακινή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Ιρακινός] ιρακινός ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ dell'Ira`q, irache`no ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |