Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ίριδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 arcobale`no ~m~, i`ride ~f~ τα χρώματα της ίριδας == i colori dell'arcobaleno
2 anatomia i`ride ~f~
3 botanica i`ris ~f~, giaggio`lo ~m~

Ίρις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [ίριδα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ίρβις ιριδίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---