Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΙρλανδέζα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Ιρλανδέζος] Ιρλανδέζος ουσιαστικό αρσενικό lo stesso che [Ιρλανδός] Ιρλανδή ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Ιρλανδός] Ιρλανδός ουσιαστικό αρσενικό abitante ~mf~ dell'Irla`nda, irlande`se ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |