Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόίσα
επίρρημα 1 in parti ugua`li μοίρασαν τα κλoπιμαία στα ίσα == hanno diviso il bottino in parti uguali 2 diritto, direttame`nte κοίταξε ίσια μπρoστά σου == guarda dritto davanti a te!+++ίσα ίσα == appena appena, giusto giusto | | nient'affatto, al contrario, anzi | τα πράγματα χώρεσαν ίσα ίσα στο πoρτμπαγκάζ == la roba è entrata appena appena nel bagagliaio | πιστεύεις πως έχω άδικο; — 'Ισα ίσα == credi che io abbia torto? — No, nient' affatto; no, anzi; no, al contrario | στα ίσα == direttamente, francamente | θα τον ρωτήσω στα ίσα == glielo chiederò direttamente | πες το του στα ίσα! == diglielo francamente! ίσα! επιφώνημα issa! ίσια επίρρημα variante di [ίσα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |