Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιππεύω  
ρήμα αμετάβατο

anda`re a cava`llo, cavalca`re

ιππεύω
ρήμα μεταβατικό

1 cavalca`re, monta`re (un cava`llo) ιππεύω ένα καθαρόαιμo άλογο == cavalcare un purosangue
2 ((per estensione)) stare a cavalcio`ni, cavalca`re qn

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιππεύτρια ιππήλατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---