Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιππόκαμπος  
ουσιαστικό αρσενικό

cavallu`ccio ~m~ mari`no, ippoca`mpo ~m~

ιπποκάμπος  
ουσιαστικό αρσενικό

cavallu`ccio ~m~ mari`no, ippoca`mpo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιπποδύναμη ιπποκομία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---