Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιππέας
ουσιαστικό αρσενικό 1 cavalie`re ~m~ 2 militare solda`to ~m~ di cavalleri`a, cavallegge`ro ~m~ ιππεύτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [ιππέας] 2 ama`zzone ~f~, cavalcatri`ce ~f~, cavalleri`zza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |