Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ημιχρόνιο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ημίχρονο]

ημίχρονο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 sport διάλημμα pausa ~f~, intervallo ~m~
2 sport tempo ~m~, fase ~f~ πρώτο ημίχρονο == primo tempo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ημίφως ημίωρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---