Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ημαρτημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αμαρτάνω]
2 erro`neo
3 sbaglia`to
4 scorre`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηλύσιος ήμαρτον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---