Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηλεκτροφωτισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 illuminazio`ne ~f~ ele`ttrica
2 installazio`ne ~f~ di una rete per l'erogazio`ne dell' energi`a ele`ttrica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηλεκτροφωτισμένος ηλεκτροφώτιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---