Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλυκόλογα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

paro`le ~fp~ dolci; paro`le ~fp~ d'amo`re

γλυκόλογο  
ουσιαστικό ουδέτερο

paro`le ~fp~ dolci; paro`le ~fp~ d'amo`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλυκόλη γλυκομιλάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---