Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλυκόλογα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός paro`le ~fp~ dolci; paro`le ~fp~ d'amo`re γλυκόλογο ουσιαστικό ουδέτερο paro`le ~fp~ dolci; paro`le ~fp~ d'amo`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |