Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλυκοκοιτάζω
ρήμα μεταβατικό guarda`re con deside`rio; fare gli occhi dolci τη γλυκοκοίταζε τον καιρό του γυμνασίου==ai tempi del ginnasio, le faceva gli occhi dolci γλυκοκοιτάω ρήμα μεταβατικό variante di [γλυκοκοιτάζω] γλυκοκοιτώ ρήμα μεταβατικό variante di [γλυκοκοιτάζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |