Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαζί  
ουσιαστικό ουδέτερο

cucitu`ra ~f~ a ma`cchina δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί==prendere sottilmente in giro qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαζέλα γαζία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---