Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαιάνθρακας
ουσιαστικό αρσενικό mineralogia carbo`n ~m~ fo`ssile γαιάνθραξ ουσιαστικό αρσενικό forma letteraria di [γαιάνθρακας ^-α, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |