Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαϊδάρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [γάιδαρος]

γάιδαρος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 zoologia a`sino ~m~; soma`ro ~m~
2 ((figurato)) villa`no ~m~; zo`tico ~m~; ignoranto`ne ~m~
3 ((figurato)) fa`ccia ~f~ tosta; sfaccia`to ~m~; sfronta`to ~m~ ο γάιδαρος ο αδελφός μου μού ζήτησε κι άλλα δανεικά==quella faccia tosta di mio fratello mi ha chiesto un altro prestito
4 ((figurato)) menefreghi`sta ~mf~; disgrazia`to ~m~; indole`nte ~mf~ ούτε το δαχτυλάκι της δεν κουνάει για να βοηθήσει τη μάνα της, η γαϊδούρα!==quella disgraziata non muove nemmeno un dito per aiutare la madre+++κατά φωνή κι ο γάιδαρος==lupus in fabula | έδεσα το γάιδαρό μου==non ho più problemi economici, mi sono sistemato bene

γαϊδούρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [γάιδαρος ^-ου, ο^]

γαϊδούρι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [γάιδαρος ^-ου, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαιάνθραξ γαϊδουράγκαθο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---