GrecoItaliano


γάλα  
ουσιαστικό ουδέτερο

la`tte ~m~ κατσικίσιο γάλα==latte di capra | αγελαδινό γάλα==latte di mucca | συμπυκνωμένο γάλα==latte condensato | παστεριωμένο γάλα==latte pastorizzato | γάλα σκόνη==latte in polvere | καφές με λίγο γάλα==caffè macchiato | γάλα με καφέ==caffelatte | αρνάκι γάλακτος==agnellino da latte+++είμαι σαν τη μύγα μες στο γάλα==essere come una mosca nel latte | και του πουλιού το γάλα==ogni ben di Dio | τα πάνε μέλι γάλα==vanno d'amore e d'accordo

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η σοκολάτα γάλακτος = cioccolato [αρσ.] al latte || το συμπυκνωμένο γάλα = latte [αρσ.] condensato || το μερικώς αποβουτυρωμένο γάλα = latte [αρσ.] parzialmente scremato || η κρέμα γάλακτος = panna [θηλ.] da cucina



Sfoglia il dizionario




{{ID:GALA100}}
---CACHE---