Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαλαζόπετρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 mineralogia turche`se ~f~
2 chimica solfa`to ~m~ di rame

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαλαζοαίματος γαλαζοπράσινος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---