Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαμπρός
ουσιαστικό αρσενικό 1 sposo ~m~ (novello) να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός!==viva gli sposi! 2 κόρης ge`nero ~m~ 3 αδελφής cogna`to ~m~ 4 που νυμφεύεται fidanzato ~m~; prome`sso sposo ~m~+++πολύφερνος γαμπρός==un buon partito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |