Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγάντι
ουσιαστικό ουδέτερο abbigliamento gua`nto ~m~ φορώ τα γάντια μου==infilarsi i guanti | φέρομαι με το γάντι==trattare con i guanti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |