Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαντζώνομαι
ρήμα παθητικό aggrappa`rsi; attacca`rsi ((anche in senso figurato)) γαντζώθηκε πάνω του, για να τον εμποδίσει να φύγει==si aggrappo a lui per impedirgli di andar via γαντζώνω ρήμα μεταβατικό aggancia`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |