Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαντζώνομαι
ρήμα παθητικό

aggrappa`rsi; attacca`rsi ((anche in senso figurato)) γαντζώθηκε πάνω του, για να τον εμποδίσει να φύγει==si aggrappo a lui per impedirgli di andar via

γαντζώνω  
ρήμα μεταβατικό

aggancia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαντζωμένος γάντι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---