Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαλόπουλα  
ουσιαστικό θηλυκό

zoologia tacchi`no ~m~, tacchi`na ~f~

γαλόπουλο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [γαλόπουλα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαλόνια γάλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---