Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαλουχούμαι
ρήμα παθητικό cre`scere; nutri`rsi από μικρός γαλουχήθηκε με τους κλασικούς==sin da piccolo è stato nutrito di studi classici | γαλουχήθηκε σε φιλελεύθερο περιβάλλον==è cresciuto in un ambiente liberale γαλουχώ ρήμα μεταβατικό 1 allatta`re 2 ((figurato)) far cre`scere; instilla`re; inculca`re; trasfo`ndere γαλούχησε τα παιδιά τον με τις πατροπαράδοτες αξίες==ha fatto crescere i figli nel rispetto dei valori tradizionali, ha instillato, ha inculcato nei figli il rispetto dei valori tradizionali permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |