Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαλόνι{1}  
ουσιαστικό ουδέτερο

metrologia unità di misura per liquidi gallo`ne ~m~ ένα γαλόνι βενζίνη==un gallone di benzina

γαλόνι{2}
ουσιαστικό ουδέτερο

militare distintivo di grado gallo`ne ~m~ τον ξήλωσαν τα γαλόνια==gli hanno tolto i galloni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαλλόφωνος γαλόνια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---