Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΓαλλίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Γάλλος ^-ου, ο^] 2 france`se ~f~, abita`nte ~f~ della Fra`ncia Γάλλος ουσιαστικό αρσενικό france`se ~m~, abita`nte ~m~ della Fra`ncia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |