Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαλβανίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 tecnologia galvanizza`re
2 ((figurato)) galvanizza`re; eccita`re; entusiasma`re; elettrizza`re κατάφερνε να γαλβανίζει πάντα τα πλήθη==riusciva sempre a galvanizzare le folle

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαλατού γαλβανικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---