Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαλακτομπούρεκο
ουσιαστικό ουδέτερο gastronomia dolce ~m~ cotto al forno a base di latte, fari`na o semoli`no, uova e zu`cchero contenu`to in due strati di sfoglia imbevu`ti di sciro`ppo γαλατομπούρεκο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [γαλακτομπούρεκο] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |