GrecoItaliano


γαλακτοπώλης  
ουσιαστικό αρσενικό

latta`io ~m~

γαλακτοπώλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γαλακτοπώλης ^-η, ο^]
2 latta`ia ~f~

γαλακτοπώλις
ουσιαστικό θηλυκό

forma letteraria di [γαλακτοπώλισσα ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:GALAKTOPWLHS100}}
---CACHE---