Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γαλατάς

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γαλατάς  
ουσιαστικό αρσενικό

latta`io ~m~

γαλατού
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γαλατάς]
2 latta`ia ~f~

permalink
‹ γαλατάδικο
γαλατερά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γαλαξιακός [επίθ.]
γαλαξίας {γαλαξιών}
γαλαρία {γαλαριών}
γαλάριος [επίθ.]
γαλατάδικο [ουσ ουδ.]
γαλατάς {γαλατάδες...
γαλατερά [ουσ ουδ πληθ.]
γαλατερός [επίθ.]
Γαλάτες {Γαλατών}
Γαλάτης {Γαλατών}
Γαλατία [κύρ.όν. θηλ.]
γαλατικός [επίθ.]
γαλατομπούρεκο [ουσ ουδ.]
γαλατόπιτα {δύσχρ. γα...
γαλατού [θηλ.ουσ]
γαλβανίζω {γαλβάνισ-...
γαλβανικός [επίθ.]
γαλβάνιση [θηλ.ουσ]
γαλβανισμένος [επίθ.]
γαλβανισμός [ουσ αρσ ]


{{ID:GALATAS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti