Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαλατάς  
ουσιαστικό αρσενικό

latta`io ~m~

γαλατού
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γαλατάς]
2 latta`ia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαλατάδικο γαλατερά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---