Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγαλαντόμος
ουσιαστικό αρσενικό 1 genero`so ~m~; libera`le ~m~ 2 cavalie`re ~m~; gentiluo`mo ~m~ είναι γαλαντόμος με τις κυρίες==con le donne é un vero gentiluomo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |