Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φουντώνω
ρήμα αμετάβατο

1 avvampare
2 entusiasmare
3 entusiasmarsi
4 infiammarsi
5 ingigantirsi
6 riaccendere (vt)
7 riavvampare (vi)
8 ribollire (vi)
9 rinfiammare (vt)
10 svilupparsi (vrifl)
11 vampeggiare
12 diventare di fuoco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φούντωμα φουντωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---