Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευρύτητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 larghe`zza ~f~, ampie`zza ~f~, vastità ~f~, spaziosità ~f~ η ευρύτητα ενός χώρου == l'ampiezza di un vano 2 ((figurato)) vastità ~f~, larghe`zza ~f~, ampie`zza ~f~ ευρύτητα αντιλήψεων == ampiezza di vedute | ευρύτητα πνεύματος == larghezza di mente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |