Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευρυχωρία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ampie`zza ~f~
2 capie`nza ~f~
3 larghe`zza ~f~
4 spaziosità ~f~
5 vastità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευρύχωρα ευρύχωρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---