Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευνοϊκός  
επίθετο

favore`vole, propi`zio, pro`spero ευνoϊκoί όρoι == condizioni favorevoli | ευνοϊκές συνθήκες == circostanze favorevoli | ευνoϊκός άνεμος == vento favorevole / propizio / prospero

ευνοϊκότατος
επίθετο

superlativo di [ευνοϊκός]

ευνοϊκότερος
επίθετο

comparativo di [ευνοϊκός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευνοϊκά ευνοὶκότερος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---