Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευφυέστατος
επίθετο

superlativo di [ευφυής]

ευφυέστερος
επίθετο

comparativo di [ευφυής]

ευφυής  
επίθετο

1 πρόσωπο intellige`nte, saga`ce, acu`to, ingegno`so ευφυής άνθρωπoς == uomo intelligente
2 πράγμα ingegno`so ευφυές τέχνασμα == trovata ingegnosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευφρόσυνος ευφυΐα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---