Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξωτερικεύομαι
ρήμα παθητικό 1 esterna`rsi 2 estrove`rtersi εξωτερικεύω ρήμα μεταβατικό esterna`re, esteriorizza`re, estrinseca`re, manifesta`re, rivela`re ποτέ δεν εξωτερικεύει τις σκέψεις του == non esterna / rivela mai i suoi pensieri permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |