Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξωτερίκευση  
ουσιαστικό θηλυκό

esternazio`ne ~f~, esteriorizzazio`ne ~f~, estrinsecazio`ne ~f~, manifestazio`ne ~f~ εξωτερίκευση των συναισθημάτων == esternazione dei propri sentimenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξωτερικεύομαι εξωτερικεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---