Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξωτερίκευση
ουσιαστικό θηλυκό esternazio`ne ~f~, esteriorizzazio`ne ~f~, estrinsecazio`ne ~f~, manifestazio`ne ~f~ εξωτερίκευση των συναισθημάτων == esternazione dei propri sentimenti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |