Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξωραΐζομαι
ρήμα παθητικό

adorna`rsi

εξωραΐζω  
ρήμα μεταβατικό

migliora`re l'aspe`tto, abbelli`re εξωραΐζω συνοικία == migliorare l'aspetto di un quartiere | εξωραΐζω την πραγματικότητα == abbellire la realtà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξωπυρηνικός εξωραϊσμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---