Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξισορροπημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξισορροπώ]
2 equilibra`to
3 ragiona`to
4 ragione`vole
5 raziona`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξισλαμισμός εξισορρόπηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---