Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξασφαλίζομαι
ρήμα παθητικό accaparra`rsi εξασφαλίζω ρήμα μεταβατικό 1 me`ttere al sicu`ro, assicura`re, assicura`rsi, garanti`re εξασφάλισε την περιούσία του == ha messo al sicuro il suo patrimonio | έχει εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του == ha assicurato l'avvenire dei figli | πρέπει να εξασφαλίσουμε ένα καλύτερο αύριο για τις μέλλoυσες γενεές == dobbiamo garantire un domani migliore alle generazioni future | εξασφαλίζω μια καλή δουλειά == assicurarsi un buon lavoro 2 accaparra`rsi, assicura`rsi, procura`rsi εξασφάλισα δύο καλές θέσεις για την πρεμιέρα == mi sono assicurato due buoni posti per la prima | εξασφαλίζω τα προς το ζην == procurarsi i mezzi per vivere 3 procura`re, forni`re μού εξασφάλισε χρήσιμα στοιχεία για την έρευνά μού == mi ha fornito dati utili per la mia ricerca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |