Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξασφάλιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 l'assicura`re, il garanti`re
2 l'accaparra`rsi, l'assicura`rsi, il procura`rsi
3 il procura`re, il forni`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξασφαλίζω εξασφαλισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---