Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξάτμιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 fisica evaporazio`ne ~f~, volatilizzazio`ne ~f~ 2 σωλήνας tubo ~m~ di scappame`nto 3 ((per estensione)) [αέριο] gas ~m~ di sca`rico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |