Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξαφάνιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 scompa`rsa ~f~, sparizio`ne ~f~ δήλωσαν την εξαφάνιση της κόρης τούς == hanno denunciato la scomparsa della figlia 2 estinzio`ne είδος υπό εξαφάνιση == specie in via di estinzione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |