Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ετήσιος  
επίθετο

annua`le, a`nnuo ετήσια συνέλευση == assemblea annuale | ετήσιο εισόδημα == reddito annuo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ετερώνυμος ετησίως  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---